- κρουματοποιός
- κρουματοποιόςmusicianmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρουματοποιός — κρουματοποιός, ὁ (Α) μουσικός ή μουσικοσυνθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροῦμα + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
κρουματοποιοῦ — κρουματοποιός musician masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουματοποιούς — κρουματοποιός musician masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουματοποιόν — κρουματοποιός musician masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)